- ελλοχεύω
- ελλόχευσα, αμτβ, ενεδρεύω, παραμονεύω, παραφυλάω, στήνω καρτέρι (κυριολ. και μτφ.): Ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι στις επιδείξεις των ακροβατών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.